- κουραφροδίτη
- κουραφροδίτη, ἡ (Α)η παρθένος, η κόρη Αφροδίτη.[ΕΤΥΜΟΛ. < φρ. «κούρη Αφροδίτη», (ο τ. κούρη είναι ιων. τ. τού κόρη*)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Κουραφροδίτην — Κουραφροδίτη virgin Aphrodite fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)